Προσωπικές μαρτυρίες


ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

«Μια μέσα έφτασε σ’ αυτιά μας μια κακή είδηση, ότι θα μας εξορίσουν. Από τότε άρχισαν προετοιμασίες. Το κακό ήταν που δεν άφηναν να περάσουν χρήματα. Πέρασαν μερικές μέρες έτσι ώσπου πολλοί άρχισαν να φεύγουν για την Αθήνα, τους δε άλλους περικύκλωναν κάθε τόσο από καμιά συνοικία και τους συγκέντρωναν όλους στο Βαρόνου-Ιρς, όπου απ’ εκεί έφευγαν (...) Ξαφνικά μπαίνει η μεγάλη μου η αδελφή Λιλή, και κατάχλωμη μας λέει είμαστε περικυκλωμένοι». (Από το ημερολόγιο της μικρής Ροζίνας Άσερ-Πάρδο).

«Η υπηρεσία των SS, αφού δι’ αυτοπροσώπου μεταβάσεως αξιωματικών της είχε σημειώσει τα ακραία σημεία επιτρεπομένων ζωνών εγκαταστάσεως των Ισραηλιτών κατοίκων (γκέτο), εξέλεξεν ένα συνοικισμόν πυροπαθών, γνωστόν υπό το όνομά του ιδρυτού του ως συνοικισμός Βαρώνου Χιρς, κείμενον πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλεως, εις τον οποίον υπέδειξε προς την Κοινότητα την εκτέλεσιν ωρισμένων τεχνικών έργων. Τα έργα ταύτα συνίσταντο κυρίως εις την περίφραξιν του συνοικισμού τούτου, εις ωρισμένας ανοικτάς πλευράς του, διά τοίχου και διά συρματοπλεγμάτων και εις τρόπον ώστε ο συνοικισμός ούτος, κατοικούμενος από 600 περίπου πτωχάς εργατικάς οικογενείας Εβραίων, απεκλείετο από την άλλην πόλιν και επετέλει είδος στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Αφέθησαν δε δίοδοι προς την πόλιν και τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, ώστε να είχαι ευχερής ο έλεγχος των εισερχομένων και εξερχομένων εκ του συνοικισμού». (Γ. Γιακοέλ, Απομνημονεύματα).

«Δεκαπέντε Μαρτίου του 43 γίνεται η πρώτη αποστολή προς το θάνατο με τους κατοικούντες στου Βαρώνου Χιρς. Τα βαγόνια του θανάτου αναμένουν στο σταθμό που είναι εκεί κοντά. Είναι φορτηγά βαγόνια για σαράντα άτομα και οι Ούννοι βάζουν από ογδόντα μέχρι ενενήντα άτομα. Στο κάθε βαγόνι, ένα βαρέλι για τις σωματικές ανάγκες μας». (Λ. Περαχιά, Μαζάλ).

«Ήρθαν πρωί-πρωί στις πέντε κάτι Ες-Ες με τα πέταλα εδώ στο στήθος και μας ξεσηκώσανε. Είχε μάλιστα κρύο ακόμα. Δεν ήταν ο καιρός ζεστός. Ήταν 19 Μαρτίου του 1943. Εκείνη η χρονιά ήταν κρύα. Μας πήραν όλους, άλλου με τους μπόγους, άλλους άρρωστους. Μας άφησαν να πάρουμε μόνον τα αναγκαία. Τίποτε παραπάνω. Δεν μας έδωσαν ούτε μισή ώρα καιρό. Τι μπορείς όμως να μαζέψεις σε μισή ώρα; (…) Πήραμε ό,τι μπορούσαμε και φύγαμε. Μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς. Εκεί μείναμε δύο μέρες. Ήμασταν δέκα οικογένειες στο ίδιο μέρος, όλοι μαζί. Δεν είχε χώρο, ούτε να πας στο μέρος, ούτε τίποτε ». (Παλόμπα Αλλαλούφ, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα)

«Μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς, όλη την οικογένεια. Από το 151 περπατήσαμε όλη αυτήν την απόσταση. Όλος ο κόσμος ήταν μαζεμένος και κλαίγανε, οι χριστιανοί λυπούνταν που αφήναμε τα σπίτια μας, καθόμουν με Ελληνίδες και κλαίγαμε όταν φεύγαμε. Όταν πήγαμε στο γκέτο, στου Βαρώνου Χιρς, η μάνα μου δεν ήθελα να έρθει στα τρένα. Η πολιτοφυλακή ερχόταν να μας πάρει, η μάνα μου δεν ήθελε και έλεγε ότι ίσως ο Θεός κάτι θα κάνει και θα ξαναγυρνούσαμε στο σπίτι μας. Μας πήρανε, ευτυχώς που βρήκαμε κάτι τσουβάλια με φρούτα και τρώγαμε. Όταν μας βάλανε στο τρένο δεν είχε τίποτε, μόνο μια ελιά και λίγες σταφίδες». (Ζερμαίν Μάνο, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).

«Στου Βαρώνου Χιρς ήταν πολύ δύσκολα, είχαμε ένα δωμάτιο, από τα ρούχα που βρήκαμε εκεί και μία δύο κουβέρτες που είχαμε τις στρώναμε με τη σειρά και κοιμόμασταν κάτω. Ήμασταν περίπου δεκαπέντε άτομα σε ένα δωμάτιο. Τα σπίτια ήταν χαμηλά. Εκεί μείναμε τέσσερις εβδομάδες ώσπου να έρθει η σειρά μας. Μας έδιναν συσσίτιο αλλά αγοράζαμε και από τη μαύρη αγορά. Στο τέρμα που ήταν ο σταθμός, εκεί έρχονταν πολλοί μαυραγορίτες». (Σύλια Σεβή, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).

«Μια εβδομάδα μείναμε [στου Βαρώνου Χιρς] και θυμάμαι ότι εκεί ήταν που άρχισε ο ραβίνος να λέει ότι πρέπει να παντρεύονται τα κορίτσια, να μην πάνε μόνες τους. Είπε ότι καλύτερα να παντρευτούν για να είναι εκεί όλοι οικογενειακώς. Αυτό βέβαια ήταν προπαγάνδα, δεν ήταν αλήθεια, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αλήθεια, αφού μόλις κατεβήκαμε μας χώρισαν. (…) Μείναμε εκεί μία εβδομάδα, είχαν κάνει γκέτο εκεί. Εκεί ήταν ένας συνοικισμός και μετά αυτοί τον έκλεισαν με συρματοπλέγματα. Εκείνοι που καθόντουσαν εκεί, νομίζω ότι έφυγαν με την πρώτη αποστολή». (Σολ Καζές, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).

«Είχαμε κάποια τρόφιμα μαζί μας. Ούτε κρεβάτια δεν είχαμε. Κάτω ήμασταν. Άλλοι κάθονταν σε ένα μπαούλο και άλλοι στρώσανε κάτω. Κοιμόμασταν στα σπιτάκια που είχαν αφήσει. Ήταν ένας συνοικισμός που πρώτη φορά τον είδα εγώ στη ζωή μου. Δεν είχα πάει ποτέ από εκεί. Πρώτα απόόλα σήκωσαν αυτούς που έμεναν μέσα στου Βαρώνου Χιρς. Άδειασε αυτό. Εκεί μας πήραν τα λεφτά και μας έδωσαν ζλότι και μεσ’ το τρένο μας πήραν και τις βέρες». (Όρο Αλφανταρή, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).

«Έτσι εμείς, όπως και πολλοί άλλοι, ρίξαμε τα χρυσαφικά μας σε ένα πηγάδι στου Βαρώνου Χιρς, για να μην τα παραδώσουμε στους Γερμανούς. Επίσης στου Βαρώνου Χιρς υπήρχε μια ειδική υπηρεσία, όπου αλλάξαμε τις δραχμές μας με επιταγές σε πολωνικά νομίσματα (ζλότυ). Μας έλεγαν ότι θα χρησιμοποιούσαμε τα χρήματα αυτά για τις πρώτες ανάγκες μας εκεί που θα πάμε. Μας έλεγαν ότι εκεί μας περιμένουν ωραία επιπλωμένα σπίτια».  (Ανριέτα Μόλχο, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).


«Μας είχανε βάλει στη γραμμή και ούτε θυμάμαι πώς βρέθηκα μέσα στο βαγόνι. Ανεβήκαμε στο βαγόνι που ήταν απ’ αυτά τα εμπορικά, τα φορτηγά. Έβαλαν μέσα ένα σωρό κόσμο. Ο ένας πάνω στον άλλον. Πού να καθίσεις; Πού να ξαπλώσεις; Δεν ξέρω πόσα άτομα ήταν μέσα. Είχανε βάλει κάτι μουχλιασμένα ψωμιά. Εν τω μεταξύ είχαμε πάρει κι εμείς διάφορα φαγώσιμα μαζί μας, γιατί μας είχαν πει ότι θα φύγουμε και να πάρουμε φαγώσιμα, αλλαξιές και ό,τι άλλο χωρούσε σε ένα γυλιό. Μόλις μπήκαμε μέσα, η μητέρα μου μου είπε γιατί κράτησα το ρολόι και τα σκουλαρίκια, κι εγώ τα πέταξα στο δρόμο. Μας είχαν πει ότι όποιος δεν δίνει τα χρυσαφικά θα υποστεί διάφορες συνέπειες… Τα βαγόνια ήταν τελείως κλειστά. Δεν μπορούσαμε ούτε να αναπνεύσουμε. Είχαν αφήσει μόνο μια μικτή χαραμάδα και υπήρχε ψηλά ένα μικρό παραθυράκι με συρματοπλέγματα που από εκεί αναπνέαμε. Στη Γιουγκοσλαβία μας έφεραν λίγο νερό και οι Γερμανοί δεν άφησαν να μας το δώσουν. Το έχυναν κάτω για να μη μας το δώσουν». (Σάρα Ναχμία, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).

«Είχε ένα πολύ μικρό παραθυράκι κι εμείς καθόμασταν κάτω ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς νερό, χωρίς τουαλέτα. Αν κουνιόσουν, ο άλλος σου έπαιρνε τη θέση και αναγκαζόσουν να καθίσεις στα γόνατα. Αέρας δεν υπήρχε καθόλου. Πήραμε αέρα μετά από δύο μέρες, όταν μας άνοιξαν και βγήκαμε. Είχαμε περάσει τα ελληνικά σύνορα. Εγώ λιποθύμησα δύο φορές μέσα στο βαγόνι. Δεν είχα ούτε όρεξη να φάω». (Ανριέτα Μόλχο, στο Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο & Α. Ναρ, Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα).



1 σχόλιο:

  1. Οι προσωπικές μαρτυρίες - ανεξάρτητα αν έχουν το στοιχείο της προσωπικής οπτικής - είναι συγκλονιστικές και έχουν εξαιρετική αξία. Θάβαζα τον τίτλο " χωρίς λόγια" γιατί πραγματικά δεν υπάρχει κάτι παραπάνω ή λιγότερο να πείς. Υποκλίνομαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή